- δεξίμου
- δέξιμοςacceptablemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόκυμμα — ύμματος τὸ, Μ [προκύπτω] (στο Βυζάντιο) η αίθουσα τού θρόνου («ἐν τῷ τοῡ προκύμματος μέσῳ, ἐν ᾧ τόπῳ εἴθισται τοῑς βασιλεῡσιν ἐπὶ θρόνου καθέζεσθαι τελουμένου δεξίμου», Κ. Πορφ.) … Dictionary of Greek